- κληρονομική διαδοχή
- Αλλαγή συνόλου σχέσεων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ενός ατόμου μετά τον θάνατό του. Το νέο πρόσωπο είναι ο κληρονόμος, το παλιό ο κληρονομούμενος και το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων η κληρονομιά. Ο κληρονόμος συνήθως είναι καθολικός διάδοχος στην κληρονομιά ως σύνολο. Αναλαμβάνει δηλαδή όλες τις έννομες σχέσεις του κληρονομούμενου, χωρίς να απαιτείται ειδική μεταβίβαση των δικαιωμάτων ή ανάληψη των υποχρεώσεων που υπάρχουν κατά τον θάνατο του κληρονομούμενου. Η διαδοχή αυτή προβλέπεται από τον νόμο, που ορίζει άλλωστε τα πρόσωπα των κληρονόμων. Ο νόμος όμως σε αυτή την περίπτωση εφαρμόζεται μόνο όταν δεν υπάρχει διαθήκη ή όταν η διαδοχή που προβλέπεται από τη διαθήκη ματαιωθεί ολοκληρωτικά ή μερικά. Η κ.δ. είναι καθαρά περιουσιακή διαδοχή και δεν σχετίζεται με άλλη διαδοχή ηθικής ή κοινωνικής φύσης, όπως του ονόματος, της φήμης ή των διακριτικών τίτλων κλπ. Επομένως συνδέεται βασικά με το περιουσιακό και οικονομικό δίκαιο και κινείται στα πλαίσια του οικογενειακού δικαίου, γιατί κληρονόμοι, κατά τον νόμο, είναι πάντα πρόσωπα του οικογενειακού κύκλου. Κληρονόμος είναι κάθε πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, ημεδαπός ή αλλοδαπός, που καλείται με βάση τον νόμο ή τη διαθήκη στην κληρονομιά. Δεν χρειάζεται κάποια ειδική ικανότητα, παρά μόνο να ζει κατά τον θάνατο του κληρονομούμενου. Μπορεί όμως να είναι και κυοφορούμενος, με την προϋπόθεση ότι θα γεννηθεί ζωντανός. Αντικείμενο της κ.δ. είναι η περιουσία του κληρονομούμενου, η οποία μεταβιβάζεται ως σύνολο στον ή στους κληρονόμους. Ως περιουσία νοείται το σύνολο των αγαθών τα οποία έχουν οικονομική αξία· κάθε πράγμα, δικαίωμα ή σχέση και νομική κατάσταση που έχει οικονομικό αντίκρισμα ή απλή οικονομική προσδοκία. Συμπεριλαμβάνονται όμως και οι υποχρεώσεις προς τους τρίτους, δηλαδή όλο το ενεργητικό και το παθητικό της περιουσίας του κληρονομούμενου. Μπορούν να υπάρξουν και σχέσεις που δημιουργούνται με τον θάνατο του κληρονομούμενου, όπως για παράδειγμα η υποχρέωση καταβολής κληροδοτημάτων ή εξόδων κηδείας. Σχέσεις ακληρονόμητες είναι εκείνες που εξαφανίζονται με τον θάνατο του προσώπου καθώς και μη περιουσιακές σχέσεις (μισθοί, συντάξεις κλπ.), εκτός από τις ειδικές προβλέψεις του νόμου για τη σύζυγο και τα παιδιά, γεγονός που δεν έχει σχέση με την κ.δ. Ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η κ.δ., όταν δεν υπάρχει διαθήκη, καθορίζεται από τον νόμο, ο οποίος ορίζει και τις τάξεις των προσώπων που καλούνται στην κληρονομιά. Η ύπαρξη της μίας τάξης αποκλείει την άλλη. Στην πρώτη τάξη καλούνται οι κατιόντες. Στη δεύτερη, μαζί οι γονείς, οι αδελφοί, τα παιδιά ή οι εγγονοί αδελφών που έχουν πεθάνει (οι ετεροθαλείς αδελφοί δικαιούνται το μισό). Στην τρίτη τάξη, καλούνται οι παππούδες και οι γιαγιάδες καθώς και τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Στην τέταρτη τάξη, καλούνται οι προπάπποι και οι προγιαγιάδες. Ο σύζυγος που επιζεί δικαιούται, εκτός από το εξαίρετο (έπιπλα κλπ.), το 1/4, αν κληθεί μαζί με κληρονόμους της πρώτης τάξης, ή το 1/2, αν κληθεί με κληρονόμους των άλλων τριών, ενώ γίνεται κληρονόμος όλης της περιουσίας (πέμπτη τάξη), αν δεν υπάρχουν κληρονόμοι των τεσσάρων προηγούμενων τάξεων. Ο σύζυγος μπορεί να αποκλειστεί τελείως από τον διαθέτη, κατά τους όρους του άρ. 1.822 του Αστικού Κώδικα (A.Κ.). Όταν δεν υπάρχουν κληρονόμοι από εκείνους που προαναφέρθηκαν, καλείται κληρονόμος έκτης τάξης το Δημόσιο. Ο διαθέτης με διαθήκη μπορεί να αποκλείσει από την «εξ αδιαθέτου» διαδοχή έναν ορισμένο συγγενή ή τον σύζυγο, αλλά και τότε, κατά τον A.Κ. (άρ. 1.825 επ.), οι κατιόντες, οι γονείς του κληρονομούμενου και ο σύζυγος που επιζεί, τους οποίους θα καλούσαν «εξ αδιαθέτου», δικαιούνται, ως αναγκαίοι κληρονόμοι, το 1/2 της «εξ αδιαθέτου»μερίδας (νόμιμη μοίρα). Για να στερηθεί τη νόμιμη μοίρα ο αναγκαίος κληρονόμος, πρέπει ο διαθέτης να τον αποκληρώσει για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στα άρ. 1.840 επ. του A.Κ. (επιβουλή ζωής, κακώσεις ή διάπραξη κακουργήματος ή σοβαρού εκ προμελέτης πλημμελήματος, μη εκπλήρωση υποχρέωσης διατροφής, άτιμος ή ανήθικος βίος). Με την αποκλήρωση, που γίνεται από τον διαθέτη, δεν πρέπει να συγχέεται η κληρονομική αναξιότητα, δηλαδή η περίπτωση κατά την οποία, για έναν από τους λόγους που απαριθμεί το άρ. 1.860 του A.Κ., ο κληρονόμος, από διαθήκη ή «εξ αδιαθέτου», αποκλείεται της κληρονομιάς με δικαστική απόφαση. Ο κληρονόμος έχει πάντοτε το δικαίωμα να αποδεχθεί την κληρονομιά με το «ευεργέτημα της απογραφής» (μέσα σε τετράμηνη προθεσμία), με δήλωση την οποία καταθέτει στη γραμματεία του δικαστηρίου της κληρονομιάς. Στην περίπτωση αυτή η κληρονομιά δεν συγχέεται με την περιουσία του κληρονόμου, ο οποίος ευθύνεται μόνο έως το ενεργητικό της κληρονομιάς για τα χρέη της (A.Κ. άρ. 1.901 επ.). Η κληρονομιά αντιμετωπίζεται ως χωριστή ομάδα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και στην περίπτωση επίσης της δικαστικής εκκαθάρισης της κληρονομιάς (έπειτα από αίτηση των δανειστών, άρ. 1.913 επ. του A.Κ.). Η απόκτηση της κληρονομιάς γίνεται χωρίς καμία διαδικασία ή με ενέργειες του κληρονόμου. «Επάγεται αυτοδικαίως» κατά τον όρο του νόμου, με τον θάνατο του κληρονομούμενου. Ο νόμος όμως δίνει ευχέρεια στον κληρονόμο να αποποιηθεί την κληρονομιά με την προβλεπόμενη διαδικασία μέσα σε τέσσερις μήνες από την ημέρα που έλαβε γνώση της επαγωγής ή από τη δημοσίευση της διαθήκης, εάν δεν έχει προηγηθεί αποδοχή, ρητή ή σιωπηρή, με την ανάμειξή του κατά οποιονδήποτε τρόπο στα ζητήματα που αφορούν την κληρονομιά. Στην περίπτωση που υπάρχουν περισσότεροι από ένας κληρονόμοι, δημιουργείται κοινωνία μεταξύ τους και υπάρχει υποχρέωση «συνεισφοράς» των στοιχείων της περιουσίας που είχαν πάρει προηγουμένως (δωρεές κλπ., άρ. 1.895 επ. του A.Κ.). Ειδικοί ορισμοί διέπουν την εκποίηση της κληρονομιάς (άρ. 1.942 επ.). Τέλος, ο A.Κ., για την πιστοποίηση της ιδιότητας του κληρονόμου και της μερίδας που του αναλογεί, προβλέπει την έκδοση, από το δικαστήριο της κληρονομιάς, ειδικού πιστοποιητικού, του κληρονομητηρίου.
Dictionary of Greek. 2013.